-
1 вдоль
вдольнареч и предлог с род. п. κατά μήκος:\вдоль берега а) (реки) κατά μήκος τής ὀχθης, б) (моря) κατά μήκος τής παραλίας· ◊ \вдоль и поперек κατά μήκος καί κατά πλάτος, προς ὀλες τίς κατευθύνσεις. -
2 вдоль
вдоль κατά μήκος' \вдоль берега моря (реки ) κατά μήκος της παραλίας (της όχθης)* * *вдоль бе́рега мо́ря (реки́) — κατά μήκος της παραλίας (της όχθης)